ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΑ ΚΑΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΚΑΥΣΙΜΑ
Η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ενεργειακή μετάβασή της σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών άνθρακα το 2050 περιλαμβάνει και την υποχρέωση των Κρατών Μελών να υποβάλλουν εθνικά σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ) στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Το ελληνικό ΕΣΕΚ αποτελεί αναθεώρηση του προηγούμενου Σχεδίου που καταρτίστηκε το 2019 με προβλέψεις για το 2030 και καλύπτει πλέον ολόκληρη την περίοδο, από σήμερα έως το 2050. Συνδυάζει τους στόχους του κλιματικού νόμου, τους στόχους στο πλαίσιο της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (REPowerEU και Fit-for-55 στο πλαίσιο της Πράσινης Συμφωνίας) και τις τελικές ευρωπαϊκές οδηγίες για τις ΑΠΕ, την ενεργειακή απόδοση και άλλα. Μέσω των φιλόδοξων στόχων του, στοχεύει στην προσέλκυση επενδύσεων σε καθαρές τεχνολογίες, υποδομές και καινοτομίες, εστιάζοντας παράλληλα στην καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας.
Η στρατηγική του ΕΣΕΚ βασίζεται, μεταξύ άλλων, στους ακόλουθους άξονες:
- Ραγδαία ανάπτυξη των ΑΠΕ
- Ενεργειακή απόδοση
- Ηλεκτροδότηση ελαφρών μεταφορών
- Κλιματικά ουδέτερα εναλλακτικά καύσιμα
- Σύστημα αερίων καυσίμων
- Δημιουργία οικονομίας πράσινου υδρογόνου
- Καινοτομία και συστημικές λύσεις στη δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα (CCUS)
Ο στόχος για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στον τομέα των μεταφορών ορίζεται σε 29% για το 2030 και είναι σημαντικά υψηλότερος από ό,τι στο προηγούμενο ΕΣΕΚ. Η ηλεκτροκίνηση συμβάλλει στην επίτευξη του στόχου των ΑΠΕ στον τομέα των μεταφορών αναλογικά με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, τα βιοκαύσιμα και τα ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης. Η πετρελαϊκή βιομηχανία μπορεί να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στην επίτευξη των στόχων και έχει ήδη πραγματοποιήσει πρόσφατα σημαντικές επενδύσεις τόσο στη συμμετοχή βιοκαυσίμων στο μείγμα καυσίμων κίνησης, όσο και στην παραγωγή καθαρότερων βενζινών και ντίζελ, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας εφαρμογής νέων τεχνολογιών για καθαρισμό των κινητήρων και βελτίωση της λειτουργικής τους απόδοσης.
Οι Εταιρίες Εμπορίας Πετρελαιοειδών αποτελούν σημαντικό κρίκο στη νέα εφοδιαστική αλυσίδα, η οποία καλείται να διασφαλίσει τον ομαλό εφοδιασμό της χώρας με μείγμα συμβατικών, εναλλακτικών και ανανεώσιμων καυσίμων.
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΚΑΥΣΙΜΑ είναι το υγραέριο, το φυσικό αέριο, το υδρογόνο και η μεθανόλη – τα δύο τελευταία όταν δεν προέρχονται από ανανεώσιμες πηγές.
ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΑ ΚΑΥΣΙΜΑ είναι τα συμβατικά υγρά βιοκαύσιμα (βιοντίζελ και βιοαιθανόλη πρώτης γενιάς), τα προηγμένα υγρά βιοκαύσιμα (βιοκαύσιμα από απόβλητα, παραφινικά ανανεώσιμα καύσιμα (BTL, HVO) και τα ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης (RFNBO) (συνθετικά καύσιμα όπως η μεθανόλη, απόβλητα/καύσιμα ανακυκλωμένου άνθρακα), το υδρογόνο και η αμμωνία – τα δύο τελευταία όταν προέρχονται από ανανεώσιμες πηγές.
ΥΓΡΑΕΡΙΟ (LPG)
Το υγραέριο παράγεται κατά τη φάση εξόρυξης φυσικού αερίου και πετρελαίου, αλλά και από τη διύλιση πετρελαίου. Το υγραέριο στη φυσική του κατάσταση είναι σε αέρια μορφή και υγροποιείται αυξάνοντας την πίεση για τη μεταφορά, αποθήκευση και διαχείρισή του.
Το υγραέριο περιλαμβάνεται συστηματικά στα Εναλλακτικά Καύσιμα στις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στοχεύοντας πάντα στη βελτίωση της ποιότητας του αέρα, λόγω της συμβολής του στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την εξοικονόμηση ενέργειας.
Το υγραέριο είναι ένα εναλλακτικό καύσιμο, που προωθείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση με την Οδηγία 2003/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Μαΐου 2003, με διττό στόχο:
- Την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της Ευρώπης και
- Τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος.
ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ
Το φυσικό αέριο είναι ένα μείγμα αερίων κορεσμένων υδρογονανθράκων. Εξάγεται από υπόγειες κοιλότητες και θεωρείται οικολογικό καύσιμο λόγω της υψηλής θερμογόνου δύναμης, των μειωμένων περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της αποδοτικής καύσης του. Το κύριο συστατικό του φυσικού αερίου είναι το μεθάνιο, αλλά σε αυτό συνυπάρχουν σημαντικές ποσότητες άλλων αερίων.
Το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται κυρίως για την αντικατάσταση του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, για τη θέρμανση κατοικιών, την παραγωγή θερμότητας σε βιομηχανίες και για χρήση σε κινητήρες, είτε ως συμπιεσμένο φυσικό αέριο (CNG), – κυρίως σε ελαφρά και μεσαία οχήματα -, είτε ως υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), κυρίως σε βαρέα οχήματα ή για την πρόωση πλοίων. Η χρήση του Φυσικού Αερίου ως καύσιμο κίνησης απαιτεί σημαντικές επενδύσεις σε υποδομές, αλλά η διεθνής νομοθεσία για την προστασία του περιβάλλοντος και η επάρκειά του – και λόγω της παραγωγής σχιστολιθικού φυσικού αερίου – οδηγούν στην εξέταση της ανάπτυξής του, σε συνδυασμό με άλλα διαθέσιμα ή υπό ανάπτυξη είδη καυσίμων. Θεωρείται καύσιμο-γέφυρα, αφού σταδιακά σχεδιάζεται η αντικατάστασή του με βιοαέριο.
ΚΑΥΣΙΜΑ ΧΑΜΗΛΟΥ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟΥ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΟΣ
Τα καύσιμα χαμηλού ανθρακικού αποτυπώματος (ή χαμηλών εκπομπών άνθρακα) αναφέρονται σε καύσιμα που, όταν καίγονται, παρέχουν θερμική ενέργεια με λιγότερες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου από τα ορυκτά καύσιμα. Αυτά τα καύσιμα παράγονται με βιώσιμο τρόπο από αστικά ή οργανικά απόβλητα, βιώσιμη βιομάζα, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ανακυκλωμένο CO2. Εκπέμπουν καθόλου ή πολύ λίγο επιπλέον CO2 κατά την παραγωγή και τη χρήση τους και θα διαδραματίσουν στρατηγικό ρόλο στη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία.
ΒΙΟΚΑΥΣΙΜΑ
Τα βιοκαύσιμα ορίζονται ως τα καύσιμα που παράγονται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (κυρίως από ενεργειακές καλλιέργειες, αλλά και από άλλα οργανικά υλικά). Παρέχοντας πολλά πλεονεκτήματα στον κλάδο των μεταφορών, τα καύσιμα αυτά μπορούν να συμβάλουν στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα των μεταφορών. Τα βιοκαύσιμα μειώνουν την εξάρτηση από το πετρέλαιο στον τομέα των μεταφορών, συμβάλλοντας έτσι στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού. Παρέχουν επίσης εναλλακτικές πηγές εισοδήματος στους αγρότες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα βιοκαύσιμα εμπίπτουν σε δύο κύριες κατηγορίες:
- Συμβατικά υγρά βιοκαύσιμα (βιοντίζελ και βιοαιθανόλη πρώτης γενιάς), για τα οποία το ανώτατο όριο ως ποσοστό των καυσίμων μεταφορών παραμένει στο 1,7% καθ’ όλη τη διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης.
- Προηγμένα υγρά βιοκαύσιμα (βιοκαύσιμα από απόβλητα, παραφινικά ανανεώσιμα καύσιμα (BTL, HVO): Το μερίδιο των προηγμένων βιοκαυσίμων θα φθάσει το 2,4% των καυσίμων μεταφορών έως το 2030 και το 17% έως το 2040.
ΣΥΜΒΑΤΙΚΑ ΒΙΟΚΑΥΣΙΜΑ
Τα συμβατικά βιοκαύσιμα είναι τα πλέον χρησιμοποιούμενα βιοκαύσιμα στον κόσμο, που παράγονται από γεωργικές καλλιέργειες, φυτικά έλαια ή απόβλητα τροφίμων όπως φοινικέλαιο, σόγια, κραμβέλαιο ή ηλιέλαιο.
Βιοντίζελ
Το βιοντίζελ είναι η εμπορική ονομασία των μεθυλεστέρων λιπαρών οξέων (FAME), που παράγονται κυρίως από ελαιούχους σπόρους (ηλίανθος, ελαιοκράμβη, σόγια), καθώς και από ζωικά λίπη ή επαναχρησιμοποιημένα μαγειρικά έλαια. Το βιοντίζελ αντικαθιστά το ορυκτό ντίζελ ως έχει ή σε μείγματα.
Βιοαιθανόλη
Ζαχαρούχα, κυτταρινούχα και αμυλώδη φυτικά προϊόντα (σιτάρι, καλαμπόκι, σόργο, τεύτλα, κλπ.) μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη για την παραγωγή βιοαιθανόλης. Η κύρια μέθοδος παραγωγής της είναι η ζύμωση αμυλούχων – ζαχαρούχων συστατικών για την παραγωγή αιθανόλης και ο διαχωρισμός της από τα υπόλοιπα συστατικά με απόσταξη. Η βιοαιθανόλη είτε αναμειγνύεται ως έχει με βενζίνη, είτε μετατρέπεται πρώτα σε αντικροτικό πρόσθετο (ETBE).
ΠΡΟΗΓΜΕΝΑ ΒΙΟΚΑΥΣΙΜΑ
Ο χαρακτηρισμός αναφέρεται σε αλκοόλες από λιγνικυτταρινούχες ενώσεις ή βιοκαύσιμα που παράγονται από αεριοποιημένη βιομάζα (Biomass to Liquid) ή από τη διεργασία ζωικών αποβλήτων και αποβλήτων μαγειρικών ελαίων με πολύ χαμηλές εκπομπές CO2 κατά την ανάλυση του κύκλου ζωής του καυσίμου (HVO – υδρογονοκατεργασμένο φυτικό έλαιο). Συχνά αναφέρονται ως βιοκαύσιμα δεύτερης γενιάς.
ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΑ ΚΑΥΣΙΜΑ ΜΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ (RFNBO)
Ο όρος Ανανεώσιμα Καύσιμα Μη Βιολογικής Προέλευσης είναι ένας γενικός όρος για όλα τα αέρια και υγρά ανανεώσιμα καύσιμα που δεν βασίζονται στη βιομάζα. Η κύρια τεχνολογία για την παραγωγή RFNBO είναι η χρήση ηλεκτρόλυσης που τροφοδοτείται από ανανεώσιμη ηλεκτρική ενέργεια για την παραγωγή υδρογόνου. Αυτό το υδρογόνο μπορεί να συνδυαστεί π.χ. με άζωτο για την παραγωγή αμμωνίας ή με άνθρακα για την παραγωγή διαφόρων συνθετικών υδρογονανθράκων (π.χ. e-μεθανόλη, e-κηροζίνη, e-ντίζελ και e-βενζίνη). Μπορούν επίσης να παραχθούν με άλλες μεθόδους από απόβλητα άνθρακα, όπως η πυρόλυση πλαστικών αποβλήτων.
Το κύριο πλεονέκτημα των RFNBO είναι ότι η κλιμάκωσή τους θα χρησιμοποιεί πολύ λιγότερη γη και νερό σε σύγκριση με τα βιοκαύσιμα. Τα RFNBO θα στοχεύουν σε εκείνους τους τομείς της οικονομίας όπου η άμεση ηλεκτροδότηση δεν είναι εφικτή. Για τον τομέα των μεταφορών, η χρήση τους αναμένεται να εξαπλωθεί στις θαλάσσιες μεταφορές βαθέων υδάτων και στις αερομεταφορές, λόγω της υψηλότερης ενεργειακής πυκνότητάς τους σε σύγκριση με τους συσσωρευτές.
Το μερίδιό τους στα καύσιμα κίνησης της ΕΕ προβλέπεται να φθάσει το 1% έως το 2030 και το 23% έως το 2040.
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΔΗΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΩΝ ΠΗΓΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ (RENEWABLE ENERGY DIRECTIVE – RED).
Τον Μάιο του 2003, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την οδηγία 2003/30/ΕΚ [ΕΚ, 2003] σχετικά με την προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων ή άλλων ανανεώσιμων καυσίμων για τις μεταφορές. Η οδηγία καθορίζει συγκεκριμένο ελάχιστο ποσοστό βιοκαυσίμων προς αντικατάσταση του ντίζελ και της βενζίνης, το οποίο ισχύει από το 2005. Έχει θεσπιστεί πρότυπο για το βιοντίζελ (EN 14214), ενώ το πρότυπο ντίζελ (EN 590) έχει τροποποιηθεί ώστε να επιτρέπεται η ανάμειξη. Ομοίως, έχει θεσπιστεί πρότυπο για τη βιοαιθανόλη (EN 15376), ενώ το πρότυπο για τη βενζίνη (EN 228) έχει τροποποιηθεί. Ως συνέπεια της οδηγίας, σημειώθηκε ταχεία αύξηση της παραγωγής και της χρήσης βιοκαυσίμων στην ΕΕ.
Η στήριξη των βιοκαυσίμων και των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας συνεχίστηκε με την υιοθέτηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή των οδηγιών 28/2009 για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (Renewable Energy Directive) -που αντικατέστησε την Οδηγία 30/2003- και 30/2009, που αντικατέστησε την 70/98 για την ποιότητα των καυσίμων (Fuel Quality Directive). Οι οδηγίες αυτές καθορίζουν κριτήρια αειφορίας για τα βιοκαύσιμα, ποσοστά στόχους για την υποκατάσταση συμβατικών καυσίμων και αντίστοιχα ποσοστά μείωσης των αερίων θερμοκηπίου (GHG) που εκπέμπονται από καύσιμα που διατίθενται στην ΕΕ.
Η διαμόρφωση του παραπάνω νομοθετικού πλαισίου υπαγορεύει τη χρήση προηγμένων βιοκαυσίμων. Η οδηγία 28/2009 όριζε ότι έως το 2020, το 20% της ενέργειας που καταναλώνεται στην ΕΕ, αλλά και το 10% της κατανάλωσης ενέργειας στις μεταφορές – δηλαδή το 10% της βενζίνης και του ντίζελ – θα πρέπει να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Η οδηγία 30/2009 αλλάζει τις προδιαγραφές για το ντίζελ (EN590) έτσι ώστε να μπορεί να διανεμηθεί μείγμα βιοντίζελ 7% (B7) και θέτει αντίστοιχες προδιαγραφές για τη βενζίνη όσον αφορά την τάση ατμών.
Η οδηγία 2018/2001 σχετικά με τη χρήση ΑΠΕ για τη δεκαετία 2021-2030 προβλέπει τουλάχιστον το 14% του ενεργειακού περιεχομένου από ΑΠΕ στις μεταφορές το 2030 (από 10%). Αυτό περιλαμβάνει, εκτός από τα βιοκαύσιμα, τα καύσιμα ανακυκλωμένου άνθρακα και τα ανανεώσιμα υγρά και αέρια καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης.
Η οδηγία προβλέπει επίσης τη σταδιακή αύξηση της χρήσης βιοκαυσίμων δεύτερης γενιάς για το 2030, τουλάχιστον στο 3,5%, καθώς και τη δυνατότητα διπλής προσμέτρησης των βιοκαυσίμων δεύτερης γενιάς καθώς και των βιοκαυσίμων που παράγονται από μαγειρικά έλαια, τα οποία δεν μπορούν να υπερβαίνουν το 1,7%.
Δεδομένης της ανάγκης να επιταχυνθεί η μετάβαση της ΕΕ σε καθαρές μορφές ενέργειας, η αναθεωρημένη οδηγία ΕΕ/2023/2413 για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 20 Νοεμβρίου 2023, θέτει ως συνολικό στόχο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας τουλάχιστον 42,5% δεσμευτικό σε επίπεδο ΕΕ έως το 2030 – αλλά με στόχο το 45%.
ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΩΝ ΒΙΟΚΑΥΣΙΜΩΝ
Στην Ελλάδα έχει θεσπιστεί νομικό πλαίσιο για τα βιοκαύσιμα. Στο πλαίσιο αυτό, τροποποιήθηκε ο νόμος 3054/2002 ώστε να καλύπτει τα βιοκαύσιμα, εγκρίθηκαν ευρωπαϊκά πρότυπα και ενσωματώθηκε (με τον νόμο 3423/2005) η οδηγία 30/2003. Παράλληλα, υπάρχει ετήσιο πρόγραμμα κατανομής ποσοτήτων βιοντίζελ, τις οποίες τα Διυλιστήρια και οι εισαγωγείς καυσίμων υποχρεούνται να παραλαμβάνουν, να αναμιγνύουν με συμβατικό ντίζελ και να τις προωθούν στις Εταιρίες Εμπορίας Πετρελαιοειδών. Ο νόμος 3653/2008 προσθέτει επίσης τη βιοαιθανόλη στο νόμο 3423/2005. Οι Οδηγίες 28/2009 και 30/2009 ενσωματώθηκαν με τροποποίηση του νόμου 3054/2002. Από 1/1/2019 έγινε υποχρεωτική η ανάμειξη βιοαιθανόλης ή βιοαιθέρων στη βενζίνη. Ο Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1805 της 13ης Σεπτεμβρίου 2023 αντιμετώπισε το ζήτημα της χρήσης ανανεώσιμων καυσίμων και καυσίμων χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών στις θαλάσσιες μεταφορές.
ΗΛΕΚΤΡΟΚΙΝΗΣΗ
Η ηλεκτροκίνηση προωθείται επίσης σημαντικά για την επίτευξη των στόχων μείωσης των εκπομπών. Θεωρείται ιδιαίτερα καθαρή λύση, αφού δεν εκπέμπει ρύπους στις ήδη επιβαρυμένες πόλεις, αλλά και οικονομική λύση. Τα κύρια εμπόδια για την ανάπτυξή της είναι η χαμηλή αυτονομία των ηλεκτρικών οχημάτων, ο μεγάλος χρόνος επαναφόρτισης και η έλλειψη δημόσιων χώρων φόρτισης. Η τεχνολογία καθοδηγείται κυρίως από την ανάπτυξη μπαταριών, έτσι ώστε τα ηλεκτρικά οχήματα να μπορούν να προσεγγίσουν την απόδοση των οχημάτων που λειτουργούν με συμβατικά καύσιμα.
Στην Ελλάδα σήμερα κυκλοφορεί ήδη ένας αριθμός αμιγώς ηλεκτρικών οχημάτων (EV), αν και υπάρχει σαφής τάση για plug-in υβριδικά οχήματα (PHEV) και ήπια υβριδικά οχήματα, λόγω της ενισχυμένης αυτονομίας τους. Το 2022 οι συνολικές ταξινομήσεις ηλεκτρικών οχημάτων με μπαταρία, συμπεριλαμβανομένων των εισαγωγών μεταχειρισμένων οχημάτων, ακόμη και αυτών που δεν εκπροσωπούνται ακόμη στη χώρα μας, ανήλθαν σε 6353. Το σύνολο των ηλεκτρικών οχημάτων μπαταρίας στην Ελλάδα, την περίοδο 2014-2022, ανήλθε σε 11925. Η νομοθεσία παρέχει κίνητρα για την ενίσχυση της ηλεκτροκίνησης, όπως απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης και μειωμένα ή μηδενικά τέλη κυκλοφορίας. Με στόχο ένα στα τρία αυτοκίνητα που διατίθενται στην αγορά να είναι ηλεκτρικά έως το 2030, τον Ιούνιο του 2020 η κυβέρνηση παρουσίασε μια σειρά κινήτρων για την αγορά ηλεκτρικών και υβριδικών οχημάτων τόσο σε αυτοκίνητα όσο και σε ταξί και λεωφορεία.
Η φόρτιση των ηλεκτρικών οχημάτων μπορεί να γίνει στους ιδιωτικούς χώρους στάθμευσης με μία απλή ηλεκτρολογική εγκατάσταση. Ωστόσο, η φόρτιση αυτή είναι αργή και απαιτεί 7 με 8 ώρες. Για ταχύτερη φόρτιση απαιτείται ειδική εγκατάσταση (ταχυφορτιστές). Ο Νόμος 4277/2014 επιτρέπει πλέον την μεταπώληση ηλεκτρικής ενέργειας για τη φόρτιση ηλεκτρικών αυτοκινήτων, επιτρέποντας την εγκατάσταση μη οικιακών φορτιστών και την ανάπτυξη δικτύων φόρτισης. Οι εγκαταστάσεις φορτιστών φιλοξενούνται σε πρατήρια υγρών καυσίμων, αλλά και σε ιδιωτικούς και σε δημόσιους χώρους στάθμευσης.
ΥΔΡΟΓΟΝΟ
Το ανανεώσιμο (πράσινο) υδρογόνο που παράγεται με ανανεώσιμη ενέργεια, μπορεί να συμβάλει στην απαλλαγή από τις εκπομπές σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών μεγάλων αποστάσεων, των χημικών προϊόντων και του σιδήρου και χάλυβα, όπου έχει αποδειχθεί δύσκολο να μειωθούν οι εκπομπές. Τα υδρογονοκίνητα οχήματα θα βελτιώσουν την ποιότητα του αέρα και θα προωθήσουν την ενεργειακή ασφάλεια. Το υδρογόνο μπορεί επίσης να υποστηρίξει την ενσωμάτωση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς είναι μία από τις λίγες επιλογές για την μεσο-μακροπρόθεσμη αποθήκευση ενέργειας. Στις μεταφορές, μπορεί να καεί αυτούσιο, να καταναλωθεί σε κυψέλες καυσίμου παράγοντας ηλεκτρισμό ή να μετατραπεί σε άλλα ανανεώσιμα καύσιμα όπως η αμμωνία ή η μεθανόλη.
Υποδομές Εναλλακτικών καυσίμων
Σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2023/1804 καθορίζονται υποχρεωτικοί εθνικοί στόχοι που οδηγούν στην εγκατάσταση επαρκούς αριθμού υποδομών εναλλακτικών καυσίμων στην Ένωση, για οδικά οχήματα, αμαξοστοιχίες, σκάφη και σταθμευμένα αεροσκάφη και προβλέπονται κοινές τεχνικές προδιαγραφές και απαιτήσεις σχετικά με την πληροφόρηση των χρηστών, την κοινοποίηση δεδομένων και τις απαιτήσεις πληρωμής στις υποδομές εναλλακτικών καυσίμων.
Προστασία του περιβάλλοντος
Επειδή η προστασία του περιβάλλοντος είναι από τα κρισιμότερα προβλήματα της σύγχρονης εποχής, οι Εταιρίες-Μέλη του ΣΕΕΠΕ προσπαθούν συστηματικά και συνεχώς να εφαρμόσουν μεθόδους και τρόπους που θα ελαχιστοποιήσουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τα προϊόντα και τη λειτουργία τους.
Μέσα από συστηματική προσέγγιση, οι Εταιρίες έχουν καταφέρει να εδραιωθεί σε όλους τους τομείς δραστηριότητας η ευαισθησία για το περιβάλλον, έτσι ώστε ο περιβαλλοντικός προβληματισμός να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη σε κάθε επιχειρησιακή απόφαση και ενέργεια.
Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στην περιβαλλοντική εκπαίδευση, τόσο των εργαζομένων, όσο και των συνεργατών, του εργολαβικού προσωπικού, των οδηγών βυτιοφόρων, κ.ά. με σκοπό να γίνει συνείδηση όλων πως η φροντίδα για το φυσικό περιβάλλον αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, αλλά και καθήκον του καθενός που μετέχει σ’ αυτές.
Εταιρίες-Μέλη του ΣΕΕΠΕ συμμετέχουν, μέσω των συνεργασιών που έχουν στον τομέα αυτό με περιβαλλοντικές οργανώσεις, γνωστές για τη δράση τους στους τομείς προστασίας της άγριας πανίδας και χλωρίδας της πατρίδας μας.
Εξάλλου, οι Εταιρίες πέραν της συνεχούς εκπαίδευσης του προσωπικού και των συνεργατών τους, για την άμεση αντιμετώπιση και τον περιορισμό της ρύπανσης σε περιπτώσεις ατυχήματος, έχουν εξοπλισθεί με όλα τα απαραίτητα μέσα, ώστε να εκμηδενίσουν τυχόν επιπτώσεις.
Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Εταιρίες έχουν εφοδιάσει όλες τις εγκαταστάσεις καυσίμων, τα πρατήρια και τα βυτιοφόρα μεταφοράς και διανομής καυσίμων με συστήματα ανάκτησης των ατμών (Stage I- και Stage II, όπου αυτό απαιτείται), έτσι ώστε η συνολική διακίνηση καυσίμων να γίνεται σε κλειστό κύκλωμα σε όλα τα στάδια παραλαβής τους, προκειμένου να μειώνονται οι κίνδυνοι, αλλά και να μη διαφεύγουν στην ατμόσφαιρα ρύποι.
Οι Εταιρίες-Μέλη του ΣΕΕΠΕ έχουν αναλάβει υποχρέωση για μείωση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας συμμετέχοντας σαν υπόχρεα μέρη στο Καθεστώς Επιβολής Υποχρέωσης Ενεργειακής Απόδοσης, στα πλαίσια της Οδηγίας 2012/27/ΕΕ για την Ενεργειακή Απόδοση. Στο διάστημα 2017-2020, οι Εταιρίες επένδυσαν σε συμπεριφορικές και τεχνικές δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας αναλαμβάνοντας περίπου το 60% της συνολικής υποχρέωσης του Καθεστώτος, με αποτέλεσμα εξοικονόμηση ενέργειας μεγαλύτερη από 4.500 GWh.
Ο Νόμος 4843/2021 ενσωμάτωσε την νέα Οδηγία (ΕΕ) 2018/2002 για την Ενεργειακή Απόδοση, η οποία θα καλύψει το διάστημα 2021-2030. Με τη νέα Οδηγία θεσπίζεται εθνικός σωρευτικός στόχος εξοικονόμησης ενέργειας στην τελική χρήση για τη χρονική περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2021 έως την 31η Δεκεμβρίου 2030. Το Καθεστώς Επιβολής Υποχρέωσης Ενεργειακής Απόδοσης του Άρθρου 8 επιβάλλεται με αντικειμενικά κριτήρια σε υπόχρεα μέρη μεταξύ των διανομέων ενέργειας, των εταιριών λιανικής πώλησης ενέργειας, των διανομέων καυσίμων που χρησιμοποιούνται στις μεταφορές και των εταιριών λιανικής πώλησης καυσίμων που χρησιμοποιούνται στις μεταφορές και δραστηριοποιούνται στην Ελληνική Επικράτεια. Η εκπλήρωση της υποχρέωσης επιτυγχάνεται από τα υπόχρεα μέρη με δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας σε τελικούς καταναλωτές ή με πιστοποιημένες εξοικονομήσεις ενέργειας που επιτυγχάνουν άλλα μέρη.