- Το αργό πετρέλαιο (π.χ. Brent) –όπως και τα τελικά προϊόντα πετρελαιοειδών- αποτελούν χρηματιστηριακά εμπορεύματα και ακολουθούν τις διεθνείς τιμές όπως ορίζονται από τις Διεθνείς τιμές Platts. Οι τιμές των προϊόντων στην αντλία δεν μεταβάλλονται ΠΟΤΕ με το ίδιο ποσοστό που μεταβάλλονται οι διεθνείς τιμές.
- Οι χονδρικές τιμές στην Ελλάδα επηρεάζονται από τις Διεθνείς τιμές Platts των τελικών προϊόντων πετρελαιοειδών (ανατολικής Μεσογείου) και όχι από τις τιμές Platts του αργού.
- Οι λιανικές τιμές (βενζίνης, πετρελαίου, κλπ.) ακολουθούν τις τιμές των τελικών προϊόντων Διυλιστηρίων και όχι τις τιμές του αργού (π.χ. Brent).
- Η μετατροπή των τόνων (ΜΤ) σε λίτρα και η ισοτιμία $/€ παίζουν σημαντικό ρόλο στην τελική διαμόρφωση της τιμής, διότι είναι απαραίτητη για τη μετατροπή των διεθνών τιμών των τελικών προϊόντων από $/ΜΤ σε €/Μ3.
- Στην Ελλάδα οι τιμές βασίζονται στις τιμές med Italy και δεν πρέπει να συγκρίνονται με αυτές της βόρειας Ευρώπης – Rotterdam.
- Οι τιμές αντλίας καθορίζονται αποκλειστικά από τους πρατηριούχους.
- Οι Εταιρίες Εμπορίας σε καμία περίπτωση δεν καθορίζουν –απαγορεύεται ακόμα και να συστήνουν- λιανικές τιμές αντλίας.
- Η τιμή του αργού συμμετέχει σήμερα στη διαμόρφωση της τιμής (πχ της αμόλυβδης) κατά 23% προ ΦΠΑ ή κατά 28% μετά ΦΠΑ.
- Οι λιανικές τιμές των βενζινών στις αντλίες αποτελούνται κατά περίπου 70% από φόρους και δασμούς που περιλαμβάνουν:
- Τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης σε σταθερό ποσό (€ ανά 1000 λίτρα): Βενζίνη 700€, Πετρέλαιο Κίνησης 410€, Πετρέλαιο Θέρμανσης 280€, Υγραέριο Κίνησης 430€, Υγραέριο οικιακό 60€, Υγραέριο Βιομηχανίας 120€.
- Τον ΦΠΑ 24%
- Τα ΔΕΤΕ 0,05%
- Την ειδική εισφορά 1,2% (του ν. 3054/2002)
- Το τέλος της ΡΑΕ 0,20 €/λίτρο
- Οι λιανικές τιμές και άρα το μεικτό περιθώριο κέρδους Εταιριών και Πρατηρίων –πέρα από το κόστος του προϊόντος- περιλαμβάνουν:
- Το κόστος μεταφοράς (βυτιοφόρων αυτοκινήτων).
- Χρηματοοικονομικά έξοδα (κόστος αποθεμάτων, πιστώσεις, επενδύσεις κλπ.).
- Το κόστος εμπορίας (εκτελωνισμού, αποθήκευσης και διακίνησης κλπ.).
Αυτό συμβαίνει διότι οι λιανικές τιμές των βενζινών στις αντλίες αποτελούνται κατά περίπου 29% από το κόστος του προϊόντος και τα περιθώρια κέρδους –που δέχεται αυξομειώσεις από τις διεθνείς τιμές καυσίμων και τη συναλλαγματική ισοτιμία- και κατά 67% από σταθερούς φόρους σε € (ΕΦΚ, ΦΠΑ, κλπ.).
Επομένως οποιαδήποτε αυξομείωση των διεθνών τιμών έχει αντίκτυπο μόνο στο 29% της τιμής της αντλίας.
Άρα, μία μείωση των διεθνών τιμών κατά 30%, θα επιφέρει μείωση μόνο στο 29% της λιανικής τιμής, άρα η μείωση της λιανικής τιμής της αντλίας θα ανέρχεται μόνο στο 8%.
Βέβαια το ακριβώς αντίστροφο θα πρέπει να συμβαίνει και όταν αυξάνονται οι διεθνείς τιμές του αργού.
Πρέπει όμως να επισημανθεί επίσης ότι οι διεθνείς τιμές των βενζινών και των άλλων έτοιμων προϊόντων δεν ακολουθούν πάντα τις τιμές του αργού πετρελαίου που αποτελεί πλέον χρηματιστηριακό είδος.
Οι Εταιρίες δεν παρεμβαίνουν στις τιμές αντλίας. Ο νόμος απαγορεύει κατηγορηματικά στις Εταιρίες να επιβάλλουν λιανικές τιμές στους Πρατηριούχους. Οι τιμές στα πρατήρια ορίζονται αποκλειστικά από τους πρατηριούχους ανάλογα με τον ανταγωνισμό που επικρατεί στην περιοχή τους.
Να τονίσουμε όμως, ότι οι Εταιρίες-Μέλη του Συνδέσμου αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερη σοβαρότητα και ευαισθησία τις ανάγκες του καταναλωτή και λαμβάνουν πάντοτε κάθε δυνατό μέτρο ώστε η μείωση των τιμών να περνά στα πρατήρια στο μικρότερο δυνατό χρονικό διάστημα.
Οι Εταιρίες Εμπορίας προμηθεύονται από τα Διυλιστήρια και πουλούν στα Πρατήρια, με συμφωνίες στην πλειοψηφία των οποίων το περιθώριο κέρδους της Εταιρίας είναι ποσό σταθερό, εκπεφρασμένο σε ευρώ και όχι σε ποσοστό επί της Διϋλιστηριακής τιμής. Αυτό σημαίνει ότι μία Εταιρία Εμπορίας δεν μπορεί να αποκομίσει όφελος από την πτώση των τιμών αγοράς αφού πουλάει με κέρδος σταθερό σε ευρώ ανά λίτρο.
Η ύπαρξη μεγάλων διαφορών όπως και η ύπαρξη ομοιομορφίας τιμών σε ορισμένες περιοχές από μόνες τους δεν σημαίνουν τίποτα από πλευράς κανόνων του ανταγωνισμού. Τέτοια φαινόμενα μπορούν να εξηγηθούν από την ανάλυση των οικονομικών δεδομένων της κάθε περιφερειακής αγοράς.
Όσον αφορά τις Εταιρίες, αυτές ούτε παρεμβαίνουν αλλά ούτε και μπορούν να παρέμβουν στις τιμές αντλίας. Ο νόμος απαγορεύει κατηγορηματικά στις Εταιρίες να επιβάλλουν λιανικές τιμές στους Πρατηριούχους. Επομένως τα φαινόμενα αυτά είτε οφείλονται σε ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης αγοράς είτε σε περιστασιακές συγκυρίες (τις οποίες διορθώνει ο ανταγωνισμός). Βέβαια, όπου δεν υπάρχει λογική και τεκμηριωμένη εξήγηση για τα φαινόμενα αυτά (και ιδιαίτερα στις πολύ χαμηλές τιμές – κάτω του κόστους των Διυλιστηρίων), οι Ελεγκτικές Αρχές πρέπει να ερευνήσουν σε τοπικό επίπεδο για την διαπίστωση πιθανών πρακτικών που αντίκεινται στους παραπάνω κανόνες.
Για το θέμα μπορείτε να ενημερωθείτε από τη σχετική ενότητα της ιστοσελίδας μας «Ασφαλής χρήση φιαλών υγραερίου».
Η χρήση του υγραερίου στα ΙΧ και επαγγελματικά οχήματα που μετατρέπονται σε υγραεριοκίνητα είναι απόλυτα ασφαλής και νόμιμη (Υ.Α. 18586/698 21.03.2000), εφόσον τα εξαρτήματα των συσκευών μετατροπής είναι κατασκευασμένα και δοκιμασμένα σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές, έχουν λάβει τις απαραίτητες πιστοποιήσεις και έχουν τοποθετηθεί από εξουσιοδοτημένα συνεργεία. Ο αυτοκινητιστής από την πλευρά του θα πρέπει να ακολουθεί πιστά τα διαστήματα συντήρησης του οχήματος που έχουν οριστεί από τον εκάστοτε εγκαταστάτη υγραερίου. Κίνδυνος έκρηξης αυτοκινήτου που χρησιμοποιεί υγραέριο δεν υπάρχει, διότι το κύκλωμα τροφοδοσίας στο όχημα είναι κλειστού τύπου και υπάρχουν ειδικές βαλβίδες με συστήματα ασφαλείας που φροντίζουν για αυτό. Ιδιαίτερα δε η δεξαμενή υγραερίου είναι (όπως φαίνεται και από τα crash tests) κατασκευασμένη με τέτοιο τρόπο ώστε, σε περίπτωση σύγκρουσης να παραμορφώνεται αλλά να μην διαρρηγνύεται. Κάθε αυτοκίνητο στο οποίο έχει γίνει εγκατάσταση συστήματος υγραεριοκίνησης οφείλει να ελεγχθεί σε ΚΤΕΟ προκειμένου να εγκριθεί η μετατροπή και να αποτυπωθεί στην άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου ότι χρησιμοποιεί το υγραέριο σαν καύσιμο.